ξύνομαι

ξύνομαι
ξύνομαι
1
ξύστηκα, ξυσμένος βλ. πίν. 39
2
ξύθηκα, ξυσμένος βλ. πίν. 2

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξύνω — έξυσα, ξύθηκα και ξύστηκα, ξυμένος και ο ξυσμένος 1. τρίβω με τα νύχια επιφάνεια, δέρμα: Άρχισε να σκέπτεται ξύνοντας το κεφάλι του. 2. αφαιρώ από επιφάνεια κάτι: Κι άξαφνα του τοίχου τ ασβεστόχρισμα θα ξυστεί, θα πέσει ολόγυρά μου (Δροσίνης). 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κνηθιώ — κνηθιῶ, άω (Α) επιθυμώ να ξύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού κνήθω «ξύνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • παρακνώμαι — άομαι, Α παρατρίβομαι* («τοῑς δὲ ἐμπίπτων, τοῑς δὲ παρακνώμενος», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κνῶμαι «ξύνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσκνώμαι — άομαι, Α τρίβομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κνῶμαι «ξύνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”